- καταμαρτυρία
- ηη μαρτυρία εναντίον κάποιου, μαρτυρική κατάθεση σε βάρος κάποιου: Τον έφαγαν οι ψεύτικες καταμαρτυρίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταμαρτυρία — και καταμαρτυριά, η (AM καταμαρτυρία) [καταμαρτυρώ] μαρτυρία εναντίον κάποιου, μαρτυρική κατάθεση που γίνεται ενώπιον δικαστικής αρχής και η οποία στρέφεται εναντίον κάποιου νεοελλ. μομφή, κατακραυγή, καταλαλιά … Dictionary of Greek